fusilier$512020$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fusilier$512020$ - translation to ελληνικό

INFANTRY SOLDIER ARMED WITH A RIFLED LONG GUN
Fusiliers; Fuzilleer; Füsilier; Fusileers
  • A member of the [[French Army]]'s ''[[Fusiliers de La Morlière]]'', armed with a [[flintlock]], circa 1745–49
  • An example of an officer's bearskin cap worn by an Irish fusilier regiment, c. 1878.
  • Gorget patch of Swiss Füsilier

fusilier      
n. στρατιώτης με τουφέκι, τυφεκιοφόρος

Ορισμός

Fusilier
·noun Formerly, a soldier armed with a fusil. Hence, in the plural:.
II. Fusilier ·noun A title now borne by some regiments and companies; as, "The Royal Fusiliers," ·etc.

Βικιπαίδεια

Fusilier

Fusilier is a name given to various kinds of soldiers; its meaning depends on the historical context. While fusilier is derived from the 17th-century French word fusil – meaning a type of flintlock musket – the term has been used in contrasting ways in different countries and at different times, including soldiers guarding artillery, various elite units, ordinary line infantry and other uses.